Στα Σκουρτα ο Βεάκης .....






Μαίρη Βεάκη - Ακολουθώντας τον πατέρα μου

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο της ολυμπίας βασιλικής γ. παπαδούκα, το θέατρο της αθήνας – κατοχή – αντίσταση – διωγμοί κι είναι η προσωπική μαρτυρία της μαρίας βεάκη για όσα έζησε με την οικογένειά της μετά τα δεκεμβριανά του 44’. Το απόσπασμα αυτό περιέχεται και στη σημερινή ένθετη έκδοση της κυριακάτικης αυγής «17 γυναίκες θυμούνται το δεκέμβρη -στιγμές από τη μάχη της αθήνας», που συμπεριλαμβάνει αρκετές ακόμα ενδιαφέρουσες μαρτυρίες και αξίζει ίσως τον κόπο να το προμηθευτείτε, χωρίς να δώσετε άλλη σημασία στο κυρίως σώμα της εφημερίδας. Ο τίτλος έχει δοθεί από τις επιμελήτριες του αφιερώματος.

-.-.-

Φεύγουμε από την Κυψέλη που μέναμε (Κυψέλης 19). Ο πατέρας μου Αιμίλιος, η μάνα μου Σμαράγδα, ο αδερφός μου ο Γιαννάκης κι εγώ, με την επτάχρονη κορούλα μου Μαριάννα. Οι όλμοι του Σκόμπυ πέφτανε βροχή στην Κυψέλη. Σπίτια γκρεμίζονταν, άνθρωποι σκοτώνονταν. Ο κόσμος έφευγε, φύγαμε και εμείς. Το δρομολόγιό μας δεν ήτανε προγραμματισμένο ή καθορισμένο. Από την Κυψέλη πάμε στη Φιλαδέλφεια.

Ανεβήκαμε στην Πάρνηθα. Χιόνι και παγωνιά. Εδώ στην Πάρνηθα ήτανε η 2η μεραρχία ανταρτών (με αρχηγό τον Καπετάν Ορέστη Μούντριχα) που είχανε φτάσει ως την Κηφισιά για την Αθήνα, μα εκεί παραδόθηκαν –κατόπιν εντολής- στους Άγγλους που τους αφόπλισαν.
Εδώ στην Πάρνηθα με το χιόνι ως το γόνατο, γυρίσαμε όλες τις κορυφές της και δίναμε παραστάσεις –στο ύπαιθρο βέβαια- σε όλα τα Δερβενοχώρια. Γενάρης μήνας. Συσσίτιο –κονσέρβες που μας έδιναν οι αντάρτες.
Σχηματίσαμε θίασο με τους : Αιμίλιο Βεάκη, με τη γυναίκα του Σμαράγδα, την κόρη του Μαρία Βεάκη, τον Πρόεδρο του Σωματείου μας Σπύρο Πατρίκιο με τη γυναίκα του Λέλα, τη Στάσα Ιατρίδη, τον Άγγελο Γριμάνη.

Οι αντάρτες έπρεπε να φύγουν από την Πάρνηθα. Φεύγανε άλλοι για την Ντόβραινα, άλλοι γι’ αλλού. Έτσι σκορπίσαμε κι εμείς.
Ο Βεάκης ξεπαγιασμένος κι αποκαμωμένος, έχει ξαπλώσει σε μια στιβάδα χιόνι και δεν μπορεί να κουνήσει. Πήγα κοντά του.
«Αφήστε με να πεθάνω».
«Τι εγωισμός είναι αυτός, Βεάκη;» του λέω. «Εσύ να πεθάνεις να γλυτώσεις κι εμείς να βασανιζόμαστε;»
Γύρισε με κοίταξε και μου λέει:
«Δε μ’ αγαπάς, μωρέ;»
«Μα επειδή σ’ αγαπάω το λέω. Άιντε! Κάνε μου την χάρη και πάμε μαζί».

(Του κόψαμε το μπροστινό μέρος των παπουτσιών γατί είχανε πρηστεί τα πόδια του).
Με πήρε από το χέρι και πορευτήκαμε. Δεν τον πήρα, με πήρε. Είχε περάσει χρόνος που του είχαν αφαιρέσει το νεφρό. Αυτό δεν το ήξερε ο Βεάκης.

Και εγώ, για να μην ταλαιπωρώ άλλο την κορούλα μου στα χιόνια, την έδωσα σε έναν αντάρτη και την πήρε με το άλογό του να την προσέχει και να μου τη δώσει στο επόμενο χωριό. Προστατευτήκαμε σε διάφορα σπίτια ο καθένας. Το ζεύγος Πατρικίου το ζεύγος Βεάκη αλλού. Η Στάσα Ιατρίδου είχε φοβερό κρυολόγημα και το πόδι της ως το γόνατο, ήτανε παγωμένο. Κουτσοπορευότανε με το ένα.

Ήρθαμε στα Σκούρτα. Πεζοπορία βέβαια. Εδώ, αντάμωσα σε ένα σπίτι και την κορούλα μου να κοιμάται πλάι σε ένα τζάκι. Πήρα την κορούλα μου και φύγαμε για τη Θήβα. Στη Θήβα ανταμώσαμε όλοι. Εδώ ζήσαμε και την καθαίρεση των αξιωματικών του ΕΛΑΣ από την κυβέρνηση και τους Άγγλους. Εδώ στη Θήβα, έφτασαν μέσα σε μια καρότσα σκεπασμένοι με μια κουβέρτα, ο Βεάκης με τη Μάνα μου, μούσκεμα από τη βροχή, αγωνιούσαν να με δουν γιατί είχε διαδοθεί πως: «Την κόρη του Βεάκη την κατάπιε ο βάλτος». Η αλήθεια ήτανε πως ο βάλτος είχε καταπιεί άλλους συναγωνιστές.

Καταλαβαίνεις πώς έκανε όταν μας είδε με το παιδί μου… Όλος ο θίασος συναντηθήκαμε στη Λάρισα, που έφτασε ο καθένας από διαφορετικός δρόμους.
Στη Λάρισα οι παραστάσεις μας δίνονταν σε κανονική σάλα Θεάτρου. Παίζαμε τον «Οιδίποδα». Ο Βεάκης με παπιγιόν, εμείς με τα ρούχα μας στραπατσαρισμένα. Η Μάνα μου κι εγώ, κάναμε το χορό, η Στάσα Ιατρίδη την Ιοκάστη, ο Γριμάνης τον Κρέοντα και ένα χαριτωμένο δεκαοχτάχρονο αγόρι τον εξάγγελο.
Παραστάσεις δώσαμε και στο Μεσολόγγι και στη Ναύπακτο.

Μετά με καΐκι πήγαμε στον Αη Γιάννη. Ο πατέρας μου, ο Αιμίλιος Βεάκης, γεμάτος ψείρα και κακό.
Από τον Αη Γιάννη πήγαμε στο Αγρίνιο. Εδώ, ακούσαμε από τα μεγάφωνα ότι σκότωσαν την Παπαδάκη και πως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας της, είναι ο Αιμίλιος Βεάκης. Αυτό το ακούμε εδώ, στην Πλατεία Αγρινίου.
Ο Βεάκης ξέσπασε σε κλάματα, γιατί αγαπούσε ξεχωριστά την Παπαδάκη και την ξεχώριζε για το ταλέντο της.

Μας βρίσκει η «Συμφωνία της Βάρκιζας». Με τη συνοδεία υπεύθυνου αξιωματικού του ΕΛΑΣ, μας φέρνουν στην Αθήνα στα σπίτια μας. Μα αντί στα σπίτια μας, μας αδειάζουν στον περίβολο, έξω από τις φυλακές Αβέρωφ που ήτανε και άλλοι πολλοί. Ξεκινήσαμε για το σπίτι μας στην Κυψέλη. Όταν φτάσαμε, το βρήκαμε επιταγμένο από μια καλή οικογένεια και συγκατοικήσαμε. Μαθαίνουμε ότι είχανε πιάσει τον παππού μου –πατέρα της μητέρας μου- και το βασανίζανε για να τους πει –λέει- πού είμαστε…

Ο ένας από τους δυο γιους του Βεάκη, ο Γιαννάκης, είχε πάρει τα όρη τα βουνά με το μεταδεκεμβριανό φευγιό. Ο άλλος, ο Μίμης –ο μικρότερος- είχε επιστρατευτεί στην Εθνοφυλακή. Και βέβαια ο Αιμίλιος Βεάκης έκτοτε, εκτός Εθνικού Θεάτρου.
Τον πήρε η Κατερίνα στο θίασό της. Ζήτησε να πάρει τη σύνταξή του. Η σύνταξη –όχι τιμητική- του Βεάκη μαζί με τη σύνταξη της γυναίκας του, ήτανε τότε τριακόσιες δραχμές.